- λικμητήριον
- λικμ-ητήριον, τό,A winnowing-fan, shovel, Sm. Je.15.7, Thd.Is.30.14, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λικμητήριον — winnowing fan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητηρίοις — λικμητήριον winnowing fan neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητηρίῳ — λικμητήριον winnowing fan neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητήρια — λικμητήριον winnowing fan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητήριο — το (Α λικμητήριον) [λικμώ] είδος φτυαριού με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος, λιχνιστήρι νεοελλ. λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek